Εφαρμογή του

briser στα ελληνικά
briser
λέγεται
μπριζέ
.
briser
σημαίνει στα ελληνικά
σπάζω / τσακίζω / διαλύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- éclater / se briser : θραύω / ραγίζω
- brisant / lame déferlante : κυματοθραÙστης
- abrivent / brise-vent : ανεμοφράχτης / ανεμοθραύστης
- brisants : θραυόμενα κύματα
- croskill / rouleau croskill : κύλινδρος Croskill
- air léger / très légère brise : ελαφρός άνεμος / άνεμος εντάσεως 1 BEAUFORT
- brise-jet : εξάρτημα της βρύσης που εμποδίζει το τίναγμα του νερού / προέκταση της βρύσης που εμποδίζει το τίναγμα του νερού
- brise-jet : διάλειψη ρίψης
- lien mort / lien brisé : νεκρή σύνδεση / νεκρός σύνδεσμος
- pare-brise : ανεμοθώρακας / παρμπρίζ
Subscribe
0 Comments