Εφαρμογή του

bronzer στα ελληνικά
bronzer
λέγεται
μπρονζέ
.
bronzer
σημαίνει στα ελληνικά
μαυρίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bronzer : μπρουτζινώνω
- bronzé : χαλκόχρους
- Phaps / Pigeon bronzé d'Australie : χαλκόχρωμο περιστέρι Αυστραλίας
- encre bronze : μελάνι μπρούντζου
- verre bronze : Γυαλί μπρονζέ
- peau bronzée : χαλκόχρους χροιά δέρματος στη νόσο Addison
- fil de bronze : σύρμα από μπρούντζο
- dindon bronzé : γαλοπούλα ορειχαλκόχρωμη
- bronze à canon : κρατέρωμα πυροβόλων
Subscribe
0 Comments