Εφαρμογή του

bruyant στα ελληνικά
bruyant
λέγεται
μπρυγιάν
.
bruyant
σημαίνει στα ελληνικά
θορυβώδης
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- atrichornes / oiseaux bruyants : ατριχόρνις
- rail bruyant / rail chantant : σιδηροτροχιά με κυματοειδή φθορά
- avion bruyant : θορυβώδες αεροσκάφος
- respiration bruyante / respiration sifflante : αναπνευστικός συριγμός
- le circuit est bruyant : το κύκλωμα έχει θόρυβο
- oiseau bruyant de buissons : ατριχόρνις η θορυβώδης
- pause pour travaux bruyants : διάλειμμα εργασίας των εργαζομένων σε συνθήκες υψηλού θορύβου
Subscribe
0 Comments