Εφαρμογή του

bulle στα ελληνικά
bulle
λέγεται
μπυλ
.
bulle
σημαίνει στα ελληνικά
φούσκα / φυσαλίδα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- vide / bulle : κενό / φυσαλίδα
- bulle / perle : φυσαλλίδα
- bulle / ampoule : πομφόλυγα
- bulle : φυσαλίδα
- niveau / nivelle : αλφάδι με φυσαλλίδα αέρα / στάθμη με φυσαλλίδα αέρα
- cloque / vessie : κύστις / φουσκάλα
- cavité / bulle de cavitation : φυσαλίς σπηλαιώσεως
- nivelle / niveau à bulle : αλφάδι / αεροστάθμη
- nivelle / niveau à bulle : στάθμη(αλφάδι)με φυσσαλίδα αέρα
- spa / jacuzzi : γιακούζι / υδρομασάζ
Subscribe
0 Comments