Εφαρμογή του

buté στα ελληνικά
buté
λέγεται
μπυτέ
.
buté
σημαίνει στα ελληνικά
πεισματάρης
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- butée / poussée de terre passive : παθητική πίεση εδάφους
- butée / palier de butée : έδρανο / έδρανον ώσεως
- butée / ergot : ακίδα / πόλος
- butée : δείκτης τερματισμού
- butée : δόντι αναστολής μετακινήσεων
- butée / levier témoin : στόπερ / αντιστήριγμα
- butée : τερματικός πείρος πρόωσης
- butée / butée d'arrêt : στοπ
- boulon / boulon de butée : βύσμα ακινητοποίησης / πείρος ακινητοποίησης
- circlip / bague de butée : ασφάλεια / δακτύλιος στήριξης
Subscribe
0 Comments