Εφαρμογή του

cabrer στα ελληνικά
cabrer
λέγεται
καμπρέ
.
cabrer
σημαίνει στα ελληνικά
faire cabrer κάνω σούζες / se cabrer σηκώνομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cabrer / cabrage : Κεφαλή πάνω από τον ορίζοντα
- cabrer : να τραβηχθεί το ρύγχος επάνω
- cabré : με το ρύγχος επάνω / σε στάση πτήσης με την κεφαλή πάνω από τον ορίζοντα
- autocabrage / cabré anormal : Απότομη ανύψωση της κεφαλής του αεροπλάνου (δελφίνωση)
- assiette à cabrer : στάση άνω πρόνευσης / θέση ρύγχους άνω του ορίζοντα
- attitude en cabré : στάση με την ουρά κάτω
- tendance à cabrer : βάρος ουράς
- atterrissage en cabré : Προσγείωση με ουραίο τροχό
- atterrissage en cabré : προσγείωση με ουρά κάτω
Subscribe
0 Comments