Εφαρμογή του

cachalot στα ελληνικά
cachalot
λέγεται
κασαλό
.
cachalot
σημαίνει στα ελληνικά
φυσητήρας (φάλαινα)
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cachalot / MUL : φυσητήρας
- cachalot : φυσητήρας
- spermaceti / blanc de baleine : σπερματοκηρός / λευκό της φάλαινας
- petit cachalot : φυσητήρας ο μικρός
- graisse ou huile provenant du cachalot : λίπος ή λάδι που προέρχεται από τον φυσητήρα
Subscribe
0 Comments