Εφαρμογή του

cagoule στα ελληνικά
cagoule
λέγεται
καγκούλ
.
cagoule
σημαίνει στα ελληνικά
κουκούλα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cagoule : προστατευτικό κάλυμμα κεφαλής
- cagoule : καλύπτρα για την σκόνη
- cagoule : καλύπτρα προστασίας / κουκούλα προστασίας
- cagoule : κουκούλα
- cagoule de sablage / cagoule de décapage à la sableuse : μάσκα χρησιμοποιούμενη κατά την αμμοβολή
- cagoule à aduction d'air / cagoule à adduction d'air libre : καλύπτρα με παροχή καθαρού αέρα
- cagoule de protection respiratoire : κουκούλα προστασίας της αναπνοής
Subscribe
0 Comments