Εφαρμογή του

cailler στα ελληνικά
cailler
λέγεται
καγέ
.
cailler
σημαίνει στα ελληνικά
πήζω / ξεπαγιάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- gaillet / mollugine : γάλιο το μόλλουγο
- caillé : πήγμα / όξινο πήγμα
- caille : ορτύκι
- lait aigre / lait caillé : γάλα κομμένο
- lait caillé : πηγμένο γάλα
- caille-lait / gaillet vrai : γάλλιον το γνήσιον
- brise-caillé : τσουγκράνα
- crème caillée : πηγμένη κρέμα
Subscribe
0 Comments