Εφαρμογή του

caisse στα ελληνικά
caisse
λέγεται
κες
.
caisse
σημαίνει στα ελληνικά
ταμείο / κιβώτιο Ι κασόνι / αμάξι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- caisse : καρότσα οχήματος / κουβούκλι οχήματος
- caisse / encaisse : ταμείο
- caisse / tambour : κάσα / τύμπανο
- caisse : χρήμα / μετρητά
- caisse : μετρητά
- caisse : κατασκευή οχήματος
- caisse / caisson : δεξαμενή / ντεπόζιτο(κν.)
- caisse : αμάξωμα οχημάτων / κιβώτιο οχημάτων
- caisse : αμάξωμα
- CNAVTS / Caisse nationale d'assurance vieillesse des travailleurs salariés : Κρατικό Ταμείο Ασφαλίσεως Γήρατος των Μισθωτών Εργαζομένων
Subscribe
0 Comments