Εφαρμογή του

cambré στα ελληνικά
cambré
λέγεται
κανμπρέ
.
cambré
σημαίνει στα ελληνικά
κυρτός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- batiste / toile de cambrai : καμπρί / βατίστα
- pied cambré : πόδι με υψηλή καμάρα
- outil à cambrer : εργαλείο καμπύλωσης
- pale à profil cambré : πτερύγιο στροφείου με κυρτή διατομή
- bord de fuite cambré : ανορθωμένο χείλος εκφυγής
- pale à bord d'attaque cambré : γαμψώμυτο πτερύγιο στροφείου / πτερύγιο στροφείου με γαμψό χείλος προβολής
Subscribe
0 Comments