Εφαρμογή του

campement στα ελληνικά
campement
λέγεται
κανπμάν
.
campement
σημαίνει στα ελληνικά
στρατοπέδευση / καταυλισμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- campement : στρατόπεδο/καταυλισμός
- campement : στάθμευση
- campement avancé / campement de ligne d'arrêt : καταυλισμός μετώπου κατασβέσεως
- housse de campement : προστατευτικό κάλυμμα
- articles de campement : είδη κατασκηνώσεως
- matériel de campement : εξοπλισμός πρόσδεσης
Subscribe
0 Comments