Εφαρμογή του

canal στα ελληνικά
canal
λέγεται
κανάλ
.
canal
σημαίνει στα ελληνικά
διώρυγα / κανάλι / αυλάκι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- canal : διώρυγα/κανάλι
- agent / canal : ενδιάμεσοι φορείς / όργανα μεταβίβασης
- canal : κανάλι / διώρυγα
- canal : δίαυλος
- canal : κύκλωμα μετρήσεων
- canal : κύριο κανάλι μεγάλης ταχύτητας
- canal : κανάλι
- canal / passage : δίοδος
- canal : κανάλι / δίαυλος
Subscribe
0 Comments