Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

canaliser στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
canaliser
λέγεται
καναλιζέ
.
canaliser
σημαίνει στα ελληνικά
διοχετεύω / βάζω σε σειρά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • stato-fusée / moteur-fusée canalisé : πύραυλος με μετάκαυση καυσαερίων
  • émissions canalisées / rejets canalisés : διοχετευόμενες εκπομπές
  • aile à débit canalisé : πτέρυγα σε ροή διαύλου
  • produit canalisé jusqu'au sol : κατευθυνόμενη λίπανση / άμεση εφαρμογή λιπάσματος
  • turboréacteur à soufflante canalisée : στροβιλοκινητήρας αντίδρασης με περιβεβλημένο φυσητήρα
  • apport canalisé provenant d'une source non polluée : παροχή με αγωγό από πηγή χωρίς ρύπανση
  • vêtement ventilé-pressurizé à échappement contrôlé et canalisé : προστατευτική στολή αεριζόμενη εκ των έσω με ελεγχόμενη διοχέτευση και εξαγωγή του αέρα
  • vêtement ventilé-pressurisé à échappement canalisé hors de l'enceinte : στολή αεριζόμενη εκ των έσω με διοχέτευση του αέρα εκτός του προστατευτικού καλύμματος
  • le diaphragme canalise le faisceau de rayons pénétrant dans la chambre d'ionisation étalon : Το διάφραγμα περιορίζει το πλάτος της δέσμης ακτίνων Χ που εισέρχεται στον πρότυπο θάλαμο ιονισμού.

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments