Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

cancérigène στα ελληνικά
cancérigène
λέγεται
κανσεριζέν
.
cancérigène
σημαίνει στα ελληνικά
καρκινογόνος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
