Εφαρμογή του

canon στα ελληνικά
canon
λέγεται
κανόν
.
canon
σημαίνει στα ελληνικά
κανόνι / κάννη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- canon : πυροβόλο
- canon / manchon : ρολλό / έλαστρο
- canon : ραβδί για οπτικό γυαλί
- canon : κερκίδα
- canon / mère de coulée : χοάνη έγχυσης / χοάνη χύτευσης
- canon / canon pneumatique : κανόνι / οπή σωλήνα μεγάλου διαμετρήματος
- canon / canon de guidage : κανών οδήγησης / κανών διάτρησης
- canon : κάννη
- touret / tour à canon(B) : βάση στερέωσης δίσκου λείανσης
- enneigeur / canon à neige : χιονοβόλο κανόνι
Subscribe
0 Comments