Εφαρμογή του

canton στα ελληνικά
canton
λέγεται
καντόν
.
canton
σημαίνει στα ελληνικά
καντόνι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- canton : καντόν
- bloc / canton : τμήμα δάσους
- BACL / block automatique à cantons longs : αυτόματο μπλοκ / αυτόματο σύστημα αποκλεισμού
- loi de canton : νομοθεσία σε επίπεδο καντονίου
- actif cantonné / actif transféré dans le canton : διαχωρισθέν περιουσιακό στοιχείο
- chef de canton / chef cantonnier : αρχιεργάτης γραμμής / προϊστάμενος μικρού διαμερίσματος γραμμής
- canton de block / section de block : τμήμα / τμήμα αποκλεισμού
- canton de block / section de block : τμήμα αποκλεισμού
- cancer de Canton : καρκίνος του Canton
- flanelle de coton / flanelle de Canton : βαμβακερή φανέλα / φανέλα τύπου καντόνας
Subscribe
0 Comments