Εφαρμογή του

capacité στα ελληνικά
capacité
λέγεται
καπασιτέ
.
capacité
σημαίνει στα ελληνικά
ικανότητα / χωρητικότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- capacité / capacité électrique : χωρητικότητα / ηλεκτρική χωρητικότητα
- capacité : δυναμικότητα
- capacité : μεταφορική ικανότητα
- capacité : χωρητικότητα
- capacité / Capacité nominale : ονομαστική χωρητικότητα
- droit / capacité : ικανότητα
- capacité / capacité possible : δυνατή κυκλοφοριακή ικανότητα
- capacité / capacité de mémoire : χωρητικότητα μνήμης
- capacité / puissance : χωρητικότητα
Subscribe
0 Comments