Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

capot στα ελληνικά
capot
λέγεται
καπό
.
capot
σημαίνει στα ελληνικά
καπό
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- capot : Κάλυμμα κινητήρα
- capot : δοχείο / κάλυκας
- capot : φύλλο αεροδυναμικού καλύμματος
- capot / capot de cabine : κανθήλιο / κάλυμμα καθόδου
- capot : αεροδυναμικό κάλυμμα κινητήρα
- capot / capot avant : καπό / κάλυμμα
- capot : κάλυμμα μηχανής
- radôme / dôme radar : ραδιοθόλος (Preferred) / θόλος του ραντάρ
- capot NACA : περίβλημα NACA
- capot à soc : έμμορφο περίβλημα με υποδοχές ασφάλισης / έμμορφο περίβλημα κύριας μετάδοσης κίνησης
Subscribe
0 Comments


