Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

capote στα ελληνικά
capote
λέγεται
καπότ
.
capote
σημαίνει στα ελληνικά
πανωφόρι / κουκούλα / καπότα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- capote / paillon : αχύρινο περικάλυμμα φιαλών
- capote : μανδύας με κουκούλα
- condom / préservatif : καπότα / προφυλακτικό
- capoté : έμμορφο / διαμορφωμένο
- capoter / culbuter : ανατροπή / Εκτροπή κατά την προσγείωση
- capoter : να περιβληθεί / να τοποθετηθεί περίβλημα
- attache-capote / attache-rideau : κλιπ κουρτίνας
- compas pour capote : άρθρωση κουκούλας
Subscribe
0 Comments


