Εφαρμογή του

carabiné στα ελληνικά
carabiné
λέγεται
καραμπινέ
.
carabiné
σημαίνει στα ελληνικά
γερός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- carabine : καραμπίνα
- carabine : αραβίδα / καραμπίνα
- carabine de tir : καραμπίνα σκοποβολής
- aiguille carabine : ελατηριωτή βελόνα με ώμο
- carabine de chasse : καραμπίνα κυνηγιού / κυνηγετική καραμπίνα
- cartouche de carabine : φυσίγγι καραμπίνας
- carabine à air comprimé : καραμπίνα με συμπιεσμένο αέρα
Subscribe
0 Comments