Εφαρμογή του

carapace στα ελληνικά
carapace
λέγεται
καραπάς
.
carapace
σημαίνει στα ελληνικά
όστρακο / καβούκι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- carapace / céphalothorax : κέλυφος, κεφαλοθώρακας
- noyau-carapace : κελυφοειδής πυρήνας
- carapace en béton : θωράκιση από σκυρόδεμα
- carapace de glace : κρούστα παγετού
- coulée en carapace / moulage en coquilles : μέθοδος C / μέθοδος καλουπώματος "κέλυφος"
- coulée en coquille / moulage en carapace : χύτευση σε καλούπι "κέλυφος"
- moulage en carapace : κατασκευή καλουπιών με κέλυφος
- carapace latéritique : λατεριτικός φλοιός
- noir de carapace de tortue : αιθάλη οστράκου χελώνας
- crête en carapace de tortue : ράχη χελώνας
Subscribe
0 Comments