Εφαρμογή του

carbone στα ελληνικά
carbone
λέγεται
καρμπόν
.
carbone
σημαίνει στα ελληνικά
άνθρακας / papier carbone καρμπόν
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- carbone / MUL : άνθρακας
- PER / PERC : τετραχλωροαιθυλένιο (Preferred) / τετραχλωροαιθένιο
- balai / charbon : ψήκτρα / βούρτσα
- carboné : ανθρακούχον
- glucide / carbohydrate : υδατάνθρακας
- tonne équivalent CO2 / tonne équivalent dioxyde de carbone : τόνος εκπομπών ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα
- CoCl2 / phosgène : CΟCl2 / φωσγένιο
- carbonyle / oxyde de carbone : καρβονύλιο / οξείδιο του άνθρακα
- phosgène / chlorure de carbonyle : φωσγένιο / διχλωροκαρβονύλιο
- E 290 / dioxyde de carbone : διοξείδιο του άνθρακα
Subscribe
0 Comments