Εφαρμογή του

carburateur στα ελληνικά
carburateur
λέγεται
καρμπυρατέρ
.
carburateur
σημαίνει στα ελληνικά
καρμπυρατέρ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- carburateur : αναμικτήρας / εξαερωτήρας
- carburateur : εξαερωτήρας
- carburateur : εξαεριστήρας
- pointeau / pointeau du carburateur : βαλβίδα πλωτήρα / βαλβίδα δοχείου σταθερής στάθμης εξαεριωτή
- carburateur double / carburateur double-corps : διπλό καρμπιρατέρ / διπλός εξαεριωτής
- carburateur inversé / carburateur à tirage bas : ανεστραμμένο καρμπιρατέρ / ανεστραμμένος εξαεριωτής
- carburateur vertical : κατακόρυφο καρμπιρατέρ / κατακόρυφος εξαεριωτής
- pointeau du flotteur / pointeau du carburateur : βελόνα πλωτήρα
- corps du carburateur : σώμα εξαεριωτή / κορμός εξαεριωτή
- moteur à carburateur / moteur à carburation : κινητήρας με εξαεριωτή / κινητήρας με καρμπιρατέρ
Subscribe
0 Comments