Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

carène στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
carène
λέγεται
καρέν
.
carène
σημαίνει στα ελληνικά
καρίνα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • carène : καρίνα / τροπίδα
  • crête / carène : τρόπιδα
  • carène / oeuvres vives : ύφαλα / βρεχάμενα(κν.)
  • caréné / aérodynamique : αεροδυναμική γραμμή / αεροδυναμική κατασκευή
  • caréner : τροπίζω / καρενάρω(κν.)
  • surface libre / carène liquide : ελεύθερη επιφάνεια υγρού
  • système caréné : προωστικό σύστημα υδροστροβίλου
  • hélice carénée : έλικα εντός δακτυλίου
  • tuyère carénée : αεραγωγός ακροφυσίου εξαγωγής με έμμορφο περίβλημα
  • volume immergé / volume de carène : όγκος τρόπιδος / όγκος βυθίσματος

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments