Εφαρμογή του

carotte στα ελληνικά
carotte
λέγεται
καρότ
.
carotte
σημαίνει στα ελληνικά
καρότο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- carotte : κορδόνι
- carotte : καρότο
- carotte : καρότο / δείγμα γεώτρησης
- carotte : "καρότο" γυαλιού
- carotte / barre ronde : Pάβδος υάλου / καρώτο υάλου
- carotte : καρώτον το δαυκί / δαύκος το καρωτόν
- noyau / carotte : καρδία / καρότο
- culot / carotte : κώνος χυτεύσεως
- carotte : τάπα
Subscribe
0 Comments