Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

carrossier στα ελληνικά
carrossier
λέγεται
καροσιέ
.
carrossier
σημαίνει στα ελληνικά
φαναρτζής
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- carrossier en métal / tôlier en carrosserie : κατασκευαστής αμαξωμάτων αυτοκινήτου
Subscribe
0 Comments


