Εφαρμογή του

cas στα ελληνικά
cas
λέγεται
κα
.
cas
σημαίνει στα ελληνικά
περίπτωση / en tout cas πάντως / Ie cas échéant ενδεχομένως
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- CAS / Chemical Abstracts Service : CAS / Chemical Abstracts Service
- CAS / CAAS : ΣΕΣ / Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν
- DPCC / DPPA : Υπηρεσία για την Πρόληψη Καταστροφών και την Ετοιμότητα
- cas / castellanus : CASTELLANUS / πυργόμορφος
- CAS / commande automatique de sensibilité : αυτόματος έλεγχος έντασης
- cas / cas de surface : πτώση
- cas : θέμα / ζήτημα
- perte en cas de défaut / perte en cas de défaillance : LGD / ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης
- ECD / exposition en défaut : Άνοιγμα σε περίπτωση αθέτησης
- CAS / Convention d'Application de l'Accord de Schengen : ΣΕΣ / Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας Σένγκεν
Subscribe
0 Comments