Εφαρμογή του

casquette στα ελληνικά
casquette
λέγεται
κασκέτ
.
casquette
σημαίνει στα ελληνικά
τραγιάσκα / κασκέτο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- casquette : πηλίκιο
- casquette : αλεξήλιο / αρθρωτό αλεξήλιο
- casquette : εμπρόσθιο περίβλημα μετωπικού παραθύρου
- képi / casquette pour uniforme : πηλίκιο για στολές
- double casquette : διπλό αξίωμα / διπλή ιδιότητα
- fromage en casquette : τυρί με άνιση επιφάνεια
- bouchon casquette bombé : Bούλωμα με στρογγυλό κεφάλι
Subscribe
0 Comments