Εφαρμογή του

causant στα ελληνικά
causant
λέγεται
κοζάν
.
causant
σημαίνει στα ελληνικά
ομιλητικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- Agence européenne pour la sécurité maritime / AESM : EMSA / Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα
- causes : αίτια
- succession / succession à cause de mort : κληρονομική διαδοχή / διαδοχή αιτία θανάτου
- RSh3 / le contact avec les vapeurs peut provoquer des brûlures de la peau et des yeux; le contact avec le gaz liquide peut causer des engelures : RSh3 / Οι ατμοί μπορεί να προκαλέσουν εγκαύματα στο δέρμα και στα μάτια· η επαφή με το υγρό μπορεί ναπροκαλέσει κρυοπαγήματα
- consentement préalable en connaissance de cause (Preferred) / PIC : ΣΜΕ / συναίνεση μετά από ενημέρωση
- CIM / Classification internationale des maladies : Διεθνής ταξινόμηση των νόσων / Διεθνής στατιστική ταξινόμηση των νόσων και των συναφών προβλημάτων υγείας
- CCPH / Comité consultatif en matière de contrôle et de réduction de la pollution causée par le déversement d'hydrocarbures en mer : CCPH / Συμβουλευτική επιτροπή για τον έλεγχο και τη μείωση της ρύπανσης που προκαλείται από την έκχυση υδρογονανθράκων και άλλων επιβλαβών ουσιών στη θάλασσα
- CCPH / Comité consultatif en matière de contrôle et de réduction de la pollution causée par le déversement en mer d'hydrocarbures et autres substances dangereuses : CCPH / Συμβουλευτική Επιτροπή στον Τομέα του Ελέγχου και της Μειώσεως της Ρυπάνσεως που προξενείται από την Έκχυση Υδρογονανθράκων και άλλων επικίνδυνων ουσιών στη θάλασσα
- PICP / Principe de l'information et du consentement préalables : αρχή της συναίνεσης μετά από προηγούμενη ενημέρωση που διατυπώνεται εν γνώσει θέματος
- h.c. / honoris causa : τιμής ένεκεν
Subscribe
0 Comments