Εφαρμογή του

cavalier στα ελληνικά
cavalier
λέγεται
καβαλιέ
.
cavalier
σημαίνει στα ελληνικά
ιππέας / καβαλάρης / καβαλιέρος / υπεροπτικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cavalier : ιππέας / καβαλάρης
- cavalier : φορέας καλωδίου
- cavalier / curseur de lisse : καβαλάρης τελάρου
- cavalier : άγκιστρο / διχαλωτός συνδετήρας της γραμμής επαφής
- profiteur / resquilleur : λαθρεπιβάτης
- chou cavalier : κράμβη η λαχανώδης ποικ.η ακέφαλος υποποικ.η δενδρώδης
- boussole montée / boussole cavalière : πρισματική πυξίδα
- niveau cavalier / niveau à pattes : επιβατική αεροστάθμη
- piste cavalière : οδός για ιππείς
- cavalier pliable : πτυσσόμενος φορέας / αναδιπλούμενος φορέας
Subscribe
0 Comments