Εφαρμογή του

cave στα ελληνικά
cave
λέγεται
καβ
.
cave
σημαίνει στα ελληνικά
κάβα / κατώι / κοίλος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cave : οιναποθήκη
- cave : κοιλότητα
- cave : συσκευή δροσερού θαλάμου
- haloir / cave d'affinage : ωριμαντήριο
- élevage / soins de cave : εργασίες στην κάβα
- feu de cave : πυρκαγιά υπόγειου
- rat de cave : κηρωμένο φυτίλι φωτισμού / κηρωμένο κορδόνι για φωτισμό
- chambre forte / salle des coffres : Θησαυροφυλάκιο
- cave de repos : χώρος παραμονής αργίλου
- cave de garde : κελάρι αποθήκευσης
Subscribe
0 Comments