Εφαρμογή του

céder στα ελληνικά
céder
λέγεται
σεντέ
.
céder
σημαίνει στα ελληνικά
παραχωρώ / υποχωρώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cédant : ο εκχωρών
- cédant : εκχωρητής
- cédant / cédante : εκχωρητής / αντασφαλιζόμενος
- cédant : εκχωρών
- cédant : αποχωρών γεωργός
- tireur cédant : εκδότης
- une digue cède : αστοχία αναχώματος / υποχώρηση αναχώματος
- céder un droit : εκχωρώ ένα δικαίωμα
- assureur cédant : αντασφαλιζόμενος
- céder du terrain : χάνω έδαφος
Subscribe
0 Comments