Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

censurer στα ελληνικά
censurer
λέγεται
σανσυρέ
.
censurer
σημαίνει στα ελληνικά
λογοκρίνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- censurer : λογοκρισία
- censurer : λογοκρίνω / ενεργώ λογοκρισία
- censurer : εξαφανίζω μια δικαστική απόφαση
- motion de censure : πρόταση μομφής / πρόταση δυσπιστίας
- données censurées : λογοκριμένα δεδομένα
- motion de censure : πρόταση δυσπιστίας
- encourir la censure : η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί
- censure à l’encontre d’un député : μομφή για αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά
- échantillonnage progressivement censuré : δειγματοληψία προοδευτικής διαγραφής
- Article 19, centre international contre la censure / Article 19, campagne mondiale pour la liberté d'expression : Διεθνές Κέντρο κατά της Λογοκρισίας
Subscribe
0 Comments


