Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

cépage στα ελληνικά
cépage
λέγεται
σεπάζ
.
cépage
σημαίνει στα ελληνικά
αμπελοφυτεία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cépage : ποικιλία
- cépage / variété de vigne : ποικιλία αμπέλου / ποικιλία κλήματος
- cépage / encépagement : ποικιλία αμπέλου / φύτευση του αμπελώνα
- cépage noble : ποικιλία ποιότητας / ευγενής αμπελοφυτεία
- cépage noble / cépage d'élite : εκλεκτή ποικιλία
- vin de cépage : οίνος από μία και μόνο ποικιλία
- cépage de cuve / variété à raisins de cuve : οινοποιήσιμη ποικιλία
- cépage de table / variété à raisins de table : επιτραπέζια ποικιλία
- "cépages double-fin" : ποικιλία "διπλής χρήσης"
Subscribe
0 Comments


