Εφαρμογή του

cercueil στα ελληνικά
cercueil
λέγεται
σερκέιγ
.
cercueil
σημαίνει στα ελληνικά
κάσα / φέρετρο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cercueil : φέρετρο
- cercueil / caisson du canal de distribution : Σιδερένιος σκελετός τροφοδότου
- cercueil(Fo) : Bάση μηχανής
- applique pour cercueil / garniture pour cercueil : στόλισμα για φέρετρα / διακοσμητικό επίθεμα για φέρετρα
- cercueil de cuvette d'avant-corps : Σκελετός λεκάνης,σκελετός τροφοδότου
Subscribe
0 Comments