Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

certificat στα ελληνικά
certificat
λέγεται
σερτιφικά
.
certificat
σημαίνει στα ελληνικά
πιστοποιητικό
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- titre / diplôme : δίπλωμα
- certificat / certificat numérique : πιστοποιητικό / ηλεκτρονικό πιστοποιητικό
- certificat : πιστοποιητικό
- titre / certificat : τίτλος παραστατικός τίτλος
- certificat : πιστοποιητικό χρήστη
- warrant / bon d'option : warrant / πιστοποιητικό δικαιώματος αγοράς χρεογράφων με ευνοϊκούς όρους
- certificats : πιστοποιητικά
- carte grise / certificat d'immatriculation : άδεια κυκλοφορίας
Subscribe
0 Comments


