Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

certifier στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
certifier
λέγεται
σερτιφιέ
.
certifier
σημαίνει στα ελληνικά
βεβαιώνω / πιστοποιώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • certifié : πιστοποιημένος
  • URCED / RCE durable : lCER / μακροπρόθεσμη πιστοποιημένη μείωση εκπομπών
  • URCE temporaire / URCET : προσωρινή CER / προσωρινή πιστοποιημένη μείωση εκπομπών
  • MCTOM / masse maximale au décollage certifiée : μέγιστη πιστοποιημένη μάζα απογείωσης
  • URCE / unité de réduction certifiée des émissions : πιστοποιημένη μείωση των εκπομπών / μονάδα πιστοποιημένης μείωσης των εκπομπών
  • plant certifié : πιστοποιημένος σπόρος
  • piège certifié : πιστοποιημένη παγίδα
  • copie certifiée / CCC : πιστό αντίγραφο / επικυρωμένο αντίγραφο
  • MRC / matériau de référence certifié : CRM / πιστοποιηµένο υλικό αναφοράς
  • MRC / matériaux de référence certifiés : πιστοποιημένα υλικά αναφοράς

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments