Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

champ στα ελληνικά
champ
λέγεται
σαν
.
champ
σημαίνει στα ελληνικά
αγρός / χωράφι / πεδίο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- champ : αγρός / πεδίο
- champ : αγρός / χωράφι
- champ / travée : πύλη ζυγού ή πεδίο ζυγού / πίνακες ζεύξεως και οργάνων μετρήσεως
- champ : πεδίο
- champ : ισχύς πεδίου / ένταση πεδίου
- champ : πεδίο υπολογιστή
- portée / champ d'application : όρια ισχύος / πεδίο εφαρμογής
- sanve / sénevé : λαψάνα / αγριοσινάπι
Subscribe
0 Comments


