Εφαρμογή του

champêtre στα ελληνικά
champêtre
λέγεται
σανπέτρ
.
champêtre
σημαίνει στα ελληνικά
αγροτικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- arbre champêtre : δένδρο της υπαίθρου
- garde champêtre / garde-champêtre : αγροφυλακή
- chardon roulant / panicaut champêtre : αγκαθιά / φιδάγκαθο
- luzule champêtre : λουζούλα η λειμώνιος
- agaric champêtre / champignon rose des prés : αγαρικόν το κηπευτικόν
- armoise champêtre : αψιθιά / αρτεμισία η αγροδίαιτος
- grillon champêtre / grillon des champs : γρύλλος ο αγροδίαιτος
- passerage champêtre : λεπίδιο του αγρού
Subscribe
0 Comments