Εφαρμογή του

charbon στα ελληνικά
charbon
λέγεται
σαρμπόν
.
charbon
σημαίνει στα ελληνικά
κάρβουνο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- balai / charbon : ψήκτρα / βούρτσα
- charbon / houille : άνθρακας / κάρβουνο
- anthrax / charbon : άνθρακας / σπληνάνθρακας
- charbon : άνθρακας / νόσος του άνθρακα (Deprecated)
- charbon : γαιάνθρακας/κάρβουνο
- charbon : συμπτωματικός άνθραξ
- charbon : καρβουνάκι / ανθρακική ψήκτρα
- charbon / anthracnose : βλογιά / άνθρακας
- charbon : άνθρακες
- charbon : άνθρακας
Subscribe
0 Comments