Εφαρμογή του

charger στα ελληνικά
charger
λέγεται
σαρζέ
.
charger
σημαίνει στα ελληνικά
φορτώνω / γεμίζω / αναθέτω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- charger : φορτώνω
- charger / charger un programme : φορτώνω
- charger / alimenter : τροφοδότηση
- charger / enfourner : φόρτιση υψικαμίνου
- charger : γομώνω
- charger : το φορτίζειν
- charger : γεμίζω / φορτίζω
- charges : υποχρεώσεις
- charger / équiper : Εξοπλίζω
- charger : αναφορτώνω
Subscribe
0 Comments