Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

charpentier στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
charpentier
λέγεται
σαρπαντιέ
.
charpentier
σημαίνει στα ελληνικά
ξυλουργός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • charpentier : ξυλουργός οικοδομών
  • denté charpentier : αργυροσυναγρίδα
  • SLF / denté charpentier : τεχνίτης μεταλλικών κατασκευών στο εργαστήριο
  • charpentier en fer / aide-monteur de navire en fer(B) : βοηθός λευκοσιδηρουργού πλοίων
  • loi de Charpentier : νόμος Chartpentier
  • bandes de Charpentier : ραβδώσεις Charpentier
  • crampon de charpentier : συνδετήρας ξυλουργού
  • phénomène de Charpentier : φαινόμενο CHARPENTIER / φαινόμενο οπτικής απάτης

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments