Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

chaussette στα ελληνικά
chaussette
λέγεται
σοσέτ
.
chaussette
σημαίνει στα ελληνικά
κάλτσα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chaussette : κάλτσα
- chaussette / manchon support de câble : περίβλημα υποστήριξης καλωδίου
- chaussette : σωλήνας κλειστός κατά το ένα άκρο
- fixe-bas / jarretière : κν.ζαρτιέρα / καλτσοδέτα γυναικών
- support-chaussette : καλτσοδέτα / συγκράτημα καλτσών
- chaussettes tombantes : σχάση στίπου
Subscribe
0 Comments


