Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

chaux στα ελληνικά
chaux
λέγεται
σο
.
chaux
σημαίνει στα ελληνικά
ασβέστης
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chaux : άσβεστος / ασβέστης
- Javel / chlorure de chaux : λευκαντική σκόνη,χλωριούχος άσβεστος,χλωριάσβεστος
- CH / chaux hydraulique : υδραυλικό κονίαμα
- cyanamide / cyanamide de chaux : κυαναμίδη του ασβεστίου
- liparite / spath fluor : άστριος / φθορίτης
- sol-chaux : έδαφος σταθεροποιημένο με άσβεστο
- chaux vive / chaux anhydre : άνυδρος ασβέστης / ασβέστης μη σβησμένος
- chaux sodée : νατράσβεστος
- chaux sèche / chaux en poudre : ξηρός ασβέστης
- chaux maigre : ισχνή άσβεστος
Subscribe
0 Comments


