Εφαρμογή του

cheval στα ελληνικά
cheval
λέγεται
σβαλ
.
cheval
σημαίνει στα ελληνικά
άλογο / ίππος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cheval : ίππος/άλογο
- héro / scag : άσπρη / 2)Α(άλφα)
- moreau / cheval noir : μαύρο άλογο
- hongre / cheval castré : ίππος εκτομίας / εκτομημένο άλογο
- dourine / mal du coït : δουρίνη / τρυπανοσωματίαση των αλόγων
- cran / cranson : Κοχλιάρια αρμοράκια
- HP / ch : ιπποδύναμη / μετρικός ίππος
- collier / collier de cheval : περιλαίμιο / περιαυχένιο
- arabe / cheval arabe : αραβικό άλογο
- rouan / cheval rouan : λευκόξανθο άλογο
Subscribe
0 Comments