Εφαρμογή του
chevelu στα ελληνικά
chevelu
λέγεται
σεβλύ
.
chevelu
σημαίνει στα ελληνικά
μαλλιαρός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chevelu / chevelu racinaire : ριζική κόμη / ριζικά τριχίδια
- chevelu : τρίχωμα / κατσαρή κοπή
- poilu / chevelu : δασύτριχος
- craw-craw / gale filarienne : Craw-Craw
- cutis gyrata / cutis gyrata d'Unna : κατάστασις του δέρματος της κεφαλής ανάλογος της δερματολύσεως
- héron crabier / crabier chevelu : λευκοτσικνιάς
- chevelu fermé : κλειστό τριχίδιο / κλειστό ριζικό σύστημα
- coprin chevelu : κοπρίνος / coprinus comatus
- pédiculose de la tête / pédiculose du cuir chevelu : φθειρίασις της κεφαλής / φθειρίασις του τριχωτού της κεφαλής
Subscribe
0 Comments