Εφαρμογή του

chèvre στα ελληνικά
chèvre
λέγεται
σεβρ
.
chèvre
σημαίνει στα ελληνικά
κατσίκα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chèvre : αίγα / γίδα
- bique / chèvre : αιξ / γίδα
- chèvre / chevalet : έδρανο / καβαλέτο
- chèvre / tréteau : βάση / βάθρο
- chèvre : κρίκος ανύψωσης / γρύλλος ανύψωσης
- boîte / chèvre : κάνουλα
- chèvre : τρίποδον βαρούλκον
- chèvre / palan à bras : παλάγκο με βραχίονα / σύσπαστο με βραχίονα
- pasang / chèvre de Perse : Pasang / αίξ της Περσίας
- chèvres / disques : εφίππιδοι
Subscribe
0 Comments