Εφαρμογή του

chicaner στα ελληνικά
chicaner
λέγεται
σικανέ
.
chicaner
σημαίνει στα ελληνικά
αντιδικώ / τρώγομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chicanes / pales en chicane : κεκαμμένα πτερύγια
- chicane : πέτασμα εκτροπής
- chicane : εκτροπέας
- chicane : πλάκα απόκλισης / πλαγιαστό χώρισμα
- chicane : ανακλαστήρας
- chicane : εκτροπέας καπνού
- chicane / disposition en chicane : στοίχιση ζικ-ζακ / διευθέτηση εναλλάξ
- chicane : εκτροπέας / διάφραγμα-εκτροπέας
- chicane / cloison : διάφραγμα δεξαμενής ελαίου
Subscribe
0 Comments