Εφαρμογή του

chlore στα ελληνικά
chlore
λέγεται
κλορ
.
chlore
σημαίνει στα ελληνικά
χλώριο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chlore / MUL : χλώριο
- ClONO2 / nitrate de chlore : νιτρικό χλώριο
- ClOx / oxyde de chlore : οξείδια του χλωρίου
- TCF / TEC : Λεύκανση χωρίς καθόλου χλώριο
- ClOT / chlore organique total : ολικό οργανικό χλώριο
- PCCC / paraffine chlorée à chaîne courte : ΧΠΜΑ / χλωριωμένη παραφίνη μικρής αλυσίδας
- ECSA / Association européenne des solvants chlorés : ECSA / Ευρωπαϊκή ΄Ενωση Χλωριωμένων Διαλυτών
- organochloré / composé organo-chloré : οργανοχλωρική ένωση
- chloroalcane / alcane chloré : χλωροαλκάνιο / χλωριωμένο αλκάνιο
- chlorocarbure / hydrocarbure chloré : οργανοχλωριωμένη ένωση / οργανοχλωριούχα ένωση
Subscribe
0 Comments